dos poemas
Uno o dos en el diván rojo
Puesto que este poema
Puede abrir
En el aire
Una dos tres toallas
1 sábana doble de hilo
3 blancas dobles
1 estampada
Una almohada
Y todo esto junto doblado
Puede perderse
Como un aeróstato ligero
Que abandona el sueño nadando
en chocolate azul
Puede desparramarse
Donde será devorada la larga zanahoria
del pasillo
Y la sangre empieza a concentrarse
En la alterada lengua de la casa
Donde nosotros nos amamos
Donde yo te amo
Me temo
Que repentinamente
Este poema pueda abrir en el aire
Un globo
Dos perros llenos de cubos
Una cabeza
Con las alas de los pájaros pegadas al gélido
frontón
~
Del recibidor a la cocina por vía marítima
Sentarme en la cama
No decir ni mu
Ir de la cocina al recibidor
No moverme
Los mástiles de la casa tintinean
Te quiero
Me pregunto
qué hago contigo
por la noche
y si la suma de ayer era correcta.
Me pregunto
si el orgasmo del viernes 5 de abril
a las ocho de la tarde después de la dentista era mímesis
de una acción completa y eminente
y si las plantas de los pies crecen a esta edad.
Me pregunto
por qué escribo
este poema
y si éste es el lugar adecuado para una libreta
en el vertiginoso escote de mis muslos parecen
de locura hoy a las once de la mañana es la primera vez.
Tener cerca mis cigarrillos
las cerillas el cenicero
el calor el amoniaco las axilas
el dulce regreso.
Tener dentro la voz del orador la vacuna
en la cabeza en la cosa
el nombre de la cosa el oído del nombre.
Ahora escribo
Manos plisadas
llevando de la oreja la cajetilla de cigarros
por debajo de las puertas
las conduces a otra composición
Ceniceros engordando en los puntos críticos del recibidor.
Ahora escribo
La mujer es una época.
La época se pierde en la inmensidad de las estrellas.
En medio de la época hay una quebrada
Paralela al recibidor
Por encima de mis fuerzas.
Ahora escribo
Escribir de otra manera.
El número dos.
La única persona en el recibidor. ¿La has saludado?
La otra está en el pasillo. ¿Le has hablado?
¿Qué le vas a regalar?
En primer lugar no pienses en mí.
El pesado
largo
leñoso como boca
vivo o pie
animalesco
bebé del recibidor.
¿Soy su madre?
¿Es mi hijo?
Decir no.
Alejarme de la puerta.
Versiones de Vicente Fernández González
/
ΕΝΑΣ Η ΔΥΟ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΤΙΒΑΝΙ
Εφ’όσον αυτό το ποίημα
Μπορεί ν’ανοίξει
Στον αέρα
Μια δυό τρεις πετσέτες
1 σεντόνι διπλό λινό
3 λευκά διπλά
1 εμπριμέ
Μια μαξιλαροθήκη
Κι όλα αυτά μαζί διπλωμένα
Μπορεί να χαθεί
Σαν ελαφρό αερόστατο
Που αφήνει τον ύπνο κολυμπώντας
μες στη γαλάζια σοκολάτα
Μπορεί να σκορπίσει
Εκεί που πρόκειται να φαγωθεί το μακρύ καρώτο
του διαδρόμου
Και το αίμα αρχίζει να μαζεύεται
Στην ανάστατη γλώσσα του σπιτιού
Εκεί που εμείς αγαπιόμαστε
Εκεί που εγώ σ’αγαπάω
Εγώ φοβάμαι
Ότι εντελώς ξαφνικά
Αυτό το ποίημα μπορεί ν’ανοίξει στον αέρα
Ένα μπαλόνι
Δυό σκυλιά γεμάτα κύβους
Ένα κεφάλι
Με τα φτερά των πουλιών κολλημένα στο παγερό
αέτωμα.
~
ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΛΛ ΣΤΗN ΚΟYΖΙNΑ ΔΙΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Να κάθομαι πάνω στο κρεβάτι
Να μη βγάζω άχνα
Να πηγαίνω από την κουζίνα στο χωλλ
Να μην κουνιέμαι
Τα κατάρτια του σπιτιού κουδουνίζουν
Σ’αγαπάω
Αναρωτιέμαι
τι κάνω μαζί σου
κάθε βράδι
κι αν το χθεσινό άθροισμα ήταν σωστό.
Αναρωτιέμαι
αν ο οργασμός της Παρασκευής 8 το βράδι
5 Απριλίου μετά την οδοντίατρο ήταν μίμησις
πράξεως σπουδαίας και τελείας
κι αν οι πατούσες μεγαλώνουν σ’αυτή την ηλικία.
Αναρωτιέμαι
γιατί γράφω
αυτό το ποίημα
κι αν αυτή είναι η κατάλληλη θέση για ένα μπλοκ
στο ιλιγγιώδες ντεκολτέ των μπουτιών μου φαίνονται
μούρλια σήμερα 11 το πρωί για πρώτη φορά.
Να έχω δίπλα τα τσιγάρα μου
τα σπίρτα το τασάκι
τη ζέστη την αμμωνία τις μασχάλες
τον γλυκό νόστο.
Να έχω μέσα τη φωνή του σπήκερ το εμβόλιο
μέσα στο κεφάλι μέσα στο πράγμα
το όνομα του πράγματος το αυτί του ονόματος.
Τώρα γράφω
Πλισσεδωτά χέρια
σέρνοντας από τ’αυτί το κουτί των τσιγάρων
κάτω από πόρτες
τα οδηγείς σε μια σύνθεση άλλη
Παχαίνουν τασάκια στα κρίσιμα σημεία του χωλλ.
Τώρα γράφω
Η γυναίκα είναι μια εποχή.
Η εποχή χάνεται στο αστρικό διάπλατο.
Στη μέση της εποχής είναι ένα λαγκάδι
Παράλληλο στο χωλλ
Πάνω από τις δυνάμεις μου.
Τώρα γράφω
Να γράψω κάπως αλλιώς.
Ο αριθμός δύο.
Ο μόνος άνθρωπος στο χωλλ. Τον χαιρέτησες;
Η άλλη είναι στο διάδρομο. Του μίλησες;
Τι θα του χαρίσεις;
Πρώτα απ’όλα να μη με σκέφτεσαι
Το βαρύ
μακρύ
ξύλινο σαν στόμα
ζωντανό ή πόδι
ζωώδες
μωρό του χωλλ.
Είμαι η μητέρα του;
Είναι ο γιός μου;
Να λέω όχι.
Nα φεύγω από την πόρτα.
(Fuente: La comparecencia infinita)
No hay comentarios:
Publicar un comentario